- αλληλοεξοντώνομαι
- истреблять друг друга
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλληλοεξοντώνομαι — εξοντώνω κάποιον και ταυτόχρονα εξοντώνομαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + εξοντώνω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοεξόντωση] … Dictionary of Greek
αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… … Dictionary of Greek
αλληλοεξόντωση — η [αλληλοεξοντώνομαι] αμοιβαία εξόντωση, εξόντωση τού ενός από τον άλλο … Dictionary of Greek